Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Γιώργος Θεοχαρίδης Cyprus International Institute of Management

Γιώργος Θεοχαρίδης


Έχουν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια από τότε που η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο Συναντίληψης με τους διεθνείς δανειστές της και η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με την αδιανόητη προοπτική να αναγκαστεί να συμφωνήσει σε ένα τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής πριν από την αρχή του καλοκαιριού ή να αντιμετωπίσει ακόμη και το ενδεχόμενο πτώχευσης και εξόδου από την Ευρωζώνη. Κατά την διάρκεια αυτών των πέντε χρόνων η χώρα έχει περάσει από μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη με την εφαρμογή σκληρών μέτρων λιτότητας που προκάλεσαν βαθιά ύφεση καθώς και ραγδαία αύξηση στα επίπεδα της ανεργίας και του δημόσιου χρέους.



Προφανώς εγείρονται πολλά εύλογα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, όπως γιατί μετά από δύο διαδοχικά προγράμματα η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τόσο τεράστια προβλήματα. Μήπως αυτό οφειλόταν στα μακροχρόνια και περίπλοκα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να επιλυθούν ή μήπως στην δομή του ίδιου του προγράμματος προσαρμογής ή μήπως αυτό οφειλόταν και στην μη σωστή και πιστή εφαρμογή του προγράμματος εκ μέρους των Ελληνικών Κυβερνήσεων;

Στο πιο πρόσφατο μου άρθρο γύρω από τα θέματα αυτά παρουσίασα σε συντομία με εμπεριστατωμένα στοιχεία τις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφάρμοσαν, καθώς και πως αυτές ήταν σε θέση να βγουν από αυτά με επιτυχία, ενώ τώρα και οι δύο αυτές χώρες έχουν πλήρη πρόσβαση στις ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Με το σημερινό σύντομο άρθρο στόχος είναι να γίνει μια συνοπτική ανασκόπηση της πορείας της Ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 2004 έως 2009 και στην συνέχεια από το έτος 2010 που εφαρμόζεται το Μνημόνιο Συναντίληψης και η Δανειακή Σύμβαση με την Τρόικα, ώστε να αναδειχθούν οι λόγοι που οδήγησαν την Ελλάδα σε Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής καθώς και γιατί η Ελληνική οικονομία βρίσκεται ακόμα σε ύφεση.

Η Κρίσιμη Περίοδος πριν την Τρόικα

Μεταξύ των ετών 2004 έως 2009 η χώρα υπέφερε από σημαντικές δημοσιονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους σε μη βιώσιμα επίπεδα, παρά τους μεγάλους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στη συνέχεια, η οικονομία είχε επίσης πληγεί από την «Μεγάλη Ύφεση» του 2008, που έπληξε τις οικονομίες σε όλο τον κόσμο, οδηγώντας σε σύντομες υφέσεις κατά την περίοδο των ετών 2007 έως 2008 και στη συνέχεια, σε μια  μακρά ύφεση διάρκειας δεκαοκτώ τριμήνων που άρχισε το τρίτο τρίμηνο του 2009 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2013. Επιπλέον, τα ελλιπή στατιστικά στοιχεία σχετικά με το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος που δίδονταν από τις Ελληνικές Υπηρεσίες έπρεπε να αναθεωρηθούν προς τα πάνω για το 2009, σε 15.7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) για το δημοσιονομικό έλλειμμα, και ένα ποσό ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ, 130% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.

Όπως ήταν φυσικό, τα πιο πάνω γεγονότα συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν φόβοι ανάμεσα στις ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές σχετικά με μια πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδας (sovereign default), στο να οδηγήσουν τους Οίκους Αξιολόγησης να υποβαθμίσουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στην κατηγορία σκουπίδια (junk) την άνοιξη του 2010, σε διεύρυνση των περιθωρίων απόδοσης των Ελληνικών κρατικών ομολόγων (spreads), καθώς και των περιθωρίων των αποδόσεων των προθεσμιακών συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου για το ελληνικό χρέος (credit default swap spreads). 


Η Περίοδος της Τρόικας

Μη μπορώντας να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της οικονομίας της από τις αγορές, η Ελλάδα συνήψε συμφωνία με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στις 2 Μαΐου 2010 για την παραχώρηση πακέτου οικονομικής βοήθειας ύψους 110 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Το πακέτο προνοούσε την παραχώρηση οικονομικής βοήθειας 80 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις χώρες της ΕΕ και 30 δισεκατομμυρίων ευρώ από το ΔΝΤ. Σκοπός του πακέτου ήταν να βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει δημοσιονομική εξυγίανση με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, να προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα όσο αφορά στην φοροδιαφυγή και στη διαφθορά, ώστε η οικονομία της να καταστεί πιο ανταγωνιστική και να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων το οποίο στόχευε να αποφέρει έσοδα γύρω στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του  2015 και με τον τρόπο αυτό να μειωθεί το βάρος του χρέους.

Όμως, από τη μια τα μέτρα λιτότητας οδήγησαν σε επιδείνωση της ύφεσης, παρά το ότι η εφαρμογή τους ήταν αναπόφευκτη λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων του προηγούμενου έτους. Από την άλλη, η αδυναμία της Ελληνικής Κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων (αφού στην πράξη τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τώρα ανέρχονται μόνο σε πέντε δισεκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση με την στόχευση που ήταν 50 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους) ή να προβεί σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οδήγησαν στην ανάγκη για ένα δεύτερο πακέτο διάσωσης αξίας 130 δισεκατομμυρίων ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν το ποσό των 48 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Επιπλέον, στο πακέτο αυτό υπήρχε πρόνοια όπως οι ιδιώτες πιστωτές που κατέχουν ελληνικά ομόλογα υπογράψουν συμφωνία που να τους αναγκάζει να δεχθούν παράταση των προθεσμιών λήξης, χαμηλότερα επιτόκια, καθώς και ένα τεράστιο κούρεμα γύρω από την αρχική αξία των ομολόγων.

Ο αντίκτυπος από την εμπλοκή ή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο πρόγραμμα χρηματοδότησης του ελληνικού χρέους (PSI, Private Sector Involvement) ήταν να υπάρξει μια συνολική μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας κατά ένα ποσό της τάξης των 110 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, οι διεθνείς δανειστές, προκειμένου να μειωθεί περαιτέρω το επίπεδο του χρέους, έχουν αποφασίσει να αλλάξει η δομή του χρέους με τη μείωση του επιτοκίου, καθώς και με την παράταση της ημερομηνίας λήξης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.

Ωστόσο, παρά τα αυξημένα επίπεδα της ανεργίας, που βρισκόταν πάνω από το 25%, και του δημόσιου χρέους, που ήταν πάνω από το 170% του ΑΕΠ, η Ελλάδα ήταν σε θέση να επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα, όπως θετικό ρυθμό ανάπτυξης για το 2014 και πρωτογενές πλεόνασμα, τα οποία οδήγησαν στο να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στις ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές το 2014. Στο δεύτερο Μνημόνιο Συναντίληψης, το οποίο επίσημα έληξε τον Δεκέμβριο του 2014, παραχωρήθηκε μια τεχνική παράταση για μια περίοδο δύο μηνών μέχρι να ολοκληρωθεί η πέμπτη και τελική αξιολόγησή του. Ωστόσο, τα πρόσφατα γεγονότα άλλαξαν τη δυναμική και δημιούργησαν περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με μια πιθανή χρεοκοπία ή για την ανάγκη για ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης προς την Ελλάδα.

Βασιζόμενος στα πιο πάνω στοιχεία, η γνώμη μου είναι ότι οι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα και δεν έχει εκλείψει η ανάγκη για συνεχή στήριξη από τους δανειστές της, έχει να κάνει και με τους τρεις λόγους που ανέφερα στην αρχή του άρθρου μου, δηλαδή τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από το πρόγραμμα, τη μη ορθή και πιστή εφαρμογή του προγράμματος, καθώς και τα βαθιά και περίπλοκα διαρθρωτικά προβλήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία εδώ και χρόνια.


*Ο συγγραφέας του άρθρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Cyprus International Institute of Management (CIIM) και Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: