Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Αποχαιρετισμός στον Βαγγέλη Κεχριώτη (1969-2015)

Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΕΧΡΙΩΤΗΣ
 ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ, ΡΑΝΑ
Όσο και αν το φαντάζεσαι, δεν το περιμένεις να συμβεί. Κι όσο και αν το περιμένεις, δεν φαντάζεσαι τη δριμύτητά του όταν έρχεται. Η είδηση του θανάτου του Βαγγέλη Κεχριώτη, το ξημέρωμα της Πέμπτης, για όσους ξέραμε την κατάσταση της υγείας του –συναδέλφοι, φίλοι, παλιοί συμφοιτητές– δεν ήταν αδόκητη. Αυτό όμως δεν το έκανε λιγότερο οδυνηρή και, κυρίως, λιγότερο άδικη. Σαράντα έξι χρονών, αναπληρωτής καθηγητής βαλκανικής ιστορίας και ιστορίας των μη οθωμανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Κεχριώτης αποτελούσε εδώ και χρόνια όχι μόνον έναν σημαντικό μελετητή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και έναν ισχυρό δίαυλο επικοινωνίας της τουρκικής με την ελληνική επιστημονική κοινότητα. Και εάν με το ακαδημαϊκό του έργο, εκκινώντας από τους ελληνορθόδοξους της Σμύρνης στον 19ο και στον 20ό αιώνα, αναδείκνυε τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των σχέσεων των διαφορετικών θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη συνεχή αρθρογραφία και τις πρωτοβουλίες του έπαιρνε θέση σε όσα συνέβαιναν στη σύγχρονη ελληνική και τουρκική κοινωνία. Μαχητικός, με έντονη πολιτική και κοινωνική δράση αντιστρατεύτηκε και στις δυο πατρίδες του, τους ίδιους πάντα εχθρούς: τα στερεότυπα, τις εθνικιστικές κορόνες, τις απλουστεύσεις, τη ρητορεία.
 Μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Χρόνος» και την Αυγή (εδώ κάποια πρόσφατα άρθρα του στα «Ενθέματα») μέσα από τουρκικά μέσα ενημέρωσης, μπλογκ, τις αναρτήσεις στο facebook ανέλυε και σχολίαζε με διεισδυτικότητα, παρρησία και γνώση την επικαιρότητα, προχωρώντας κάτω από την επιφάνεια.
Και έτσι βρέθηκε να υπηρετεί την Ιστορία με τον τρόπο που νομίζω από την αρχή ήθελε. Όχι σαν ξερή, αφυδατωμένη γνώση, μα ως τρόπο να κατανοήσει τον κόσμο, να μιλήσει για το σήμερα. Γιατί ο Βαγγέλης, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς του, της γενιάς μου, βρέθηκε στην Ιστορία όχι λόγω κάποιας κακής επιλογής στις Πανελλαδικές ή για λόγους ευκολίας. Τη διάλεξε συνειδητά, μέσα σε ένα ευρύτερο όραμα αλλαγής του κόσμου αλλά και του ίδιου του εαυτού. Εκεί, στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, στο τέλος των ιδεολογιών. Ενταγμένος στην Αριστερά, με πολύ λιγότερες βεβαιότητες από τους παλιότερους, με πολύ περισσότερες αμφιβολίες για το τι ήθελε και πώς θα γινόταν να το πραγματώσει. 
Μα, στην περίπτωσή του, με μια ακατάβλητη επιθυμία, βουλιμία καλύτερα, για τη ζωή και τη γνώση. Μια γνώση που δεν του χαρίστηκε από κανέναν, αλλά την κατέκτησε ο ίδιος, βιβλίο το βιβλίο, διάλεξη τη διάλεξη, και μέσα από τη μαθητεία του σταακαδημαϊκά περιβάλλοντα όπου βρέθηκε, με πρώτο εκείνο του Ιστορικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκεί, άλλωστε, μαζί με μια παρέα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, συμμετείχε ενεργά στη συγκρότηση της ομάδας που λίγα χρόνια αργότερα θα εξέδιδε το περιοδικό Ιστορείν. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Μέλος του «Μνήμονα», αρθρογράφος της Αυγής από τα φοιτητικά του χρόνια, ήταν έτοιμος να μοιραστεί κάθε ιδέα για συλλογική δράση, κάθε πρωτοβουλία που θα συνδύαζε την πολιτική με την Ιστορία.
Κι όταν έκλεισε ο κύκλος των σπουδών του στην Αθήνα, το Έσεξ και το Λέιντεν βρέθηκε σε ένα νέο περιβάλλον: την Τουρκία. Εκεί σταδιοδρόμησε, και έγινε δραστήριο και ιδιαίτερα αγαπητό μέλος της τουρκικής ιστορικής κοινότητας. Η Ελλάδα, όμως, πάντα τον απασχολούσε και όχι μόνο επιστημονικά. Ακόμη και τον τελευταίο δύσκολο χρόνο, δεν σταμάτησε στιγμή να γράφει και να συζητά όσα γίνονταν εδώ, να ελπίζει, να παρεμβαίνει στον δημόσιο χώρο της Τουρκίας, γράφοντας για την Ελλάδα, αλλά και το αντίστροφο. Ανάμεσα σε δυο πατρίδες, εκείνη που γεννήθηκε και εκείνη που επέλεξε να ζήσει, τίμησε και τις δυο με τη δράση και το συγγραφικό του έργο.
Το ταξίδι, όσο κι αν διακόπηκε τόσο απότομα, δεν ήταν μικρό. Από την Αθήνα στην Κωνσταντινούπολη, από τα πρώτα γραπτά στα επιστημονικά άρθρα, από την εφηβεία στην πατρότητα, ήταν γεμάτο γνώση και αλλαγές, γεμάτο όνειρα και πραγματώσεις. Και, κυρίως, γεμάτο αγάπη. Ο Βαγγέλης Κεχριώτης αγάπησε την Ιστορία, γιατί αγάπαγε τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι τον αγάπησαν κι εκείνοι πολύ: η γυναίκα του Τσεϊντά και η μικρή τους Ράνα, η μητέρα του και τα αδέλφια του, οι φίλοι, οι συνάδελφοι, οι μαθητές του. Περιβεβλημένος από αυτή την αγάπη, την αγάπη και τη φροντίδα των πιο δικών του ανθρώπων, μας έδωσε και το ύστατο μάθημα. Δεν αποσύρθηκε, δεν έκρυψε την κατάσταση της υγείας του, μας έκανε κοινωνούς της, με έναν εντυπωσιακό ρεαλισμό αλλά και μια απίστευτη δύναμη. Εξακολούθησε πάντα να κάνει σχέδια, να σκέφτεται το μέλλον, με την ίδια όρεξη για ζωή, με την ίδια έγνοια για τους γύρω του.
Κι έτσι θέλω να θυμάμαι τον Βαγγέλη Κεχριώτη, αποχαιρετώντας τον και μαζί του αποχαιρετώντας ένα κομμάτι της κοινής νιότης μας. Όρθιο στον περίβολο του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου, λίγους μήνες πριν, να αστειεύεται, να σχολιάζει, να μιλά για την κόρη του και να κάνει σχέδια· ξέροντας αλλά μην αφήνοντας τον φόβο να τον νικήσει. Να μας δείχνει τα σημάδια από την παρουσία των Βυζαντινών
στην Κωνσταντινούπολη, να εξηγεί, να απλώνει τα χέρια του προς τη
θάλασσα και τις ακτές του Βοσπόρου. Τη θάλασσα που εκείνη τη μέρα ήταν
γαλήνια και λαμπερή.
Βαγγέλης Καραμανωλάκης, ιστορικός (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΣΚΙ).